μεγάτοννος

μεγάτοννος
ο
φυσ.
1. μονάδα μέτρησης τής μάζας, ισοδύναμη με 1.000.000 τόννους, με σύμβολο Mt
2. μονάδα ενέργειας που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση τής ισχύος πυρηνικής βόμβας ή πυρηνικού βλήματος και που ισοδυναμεί με την ενέργεια η οποία θα απελευθερωνόταν κατά την έκρηξη ενός εκατομμυρίου τόννων τρινιτροτολουολίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεγα- — και μεγά (ΑM μεγα και μεγά ) βλ. μεγαλο .Σύνθ. με α συνθετικό μεγα : μεγάθυμος, μεγάτιμος, μεγάφρων αρχ. μεγαβρεμέτης, μεγαδάκτυλος, μεγάδωρος, μεγαθαμβής, μεγαθαρσύς, μεγαίνητος, μεγακήτης, μεγακυδής, μεγαλκής, μεγάμυκος, μεγάνωρ, μεγασθενής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”